diffamatóre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [diffamaˈtore]
1 ψιθυριστής
2 κατάλαλος
3 σπερμολόγος
4 καταλαλητής
5 κακολόγος
6 συκοφάντης
7 διαβολέας
8 λασπολόγος
9 λιβελογράφος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [diffamaˈtore]
1 ψιθυριστής
2 κατάλαλος
3 σπερμολόγος
4 καταλαλητής
5 κακολόγος
6 συκοφάντης
7 διαβολέας
8 λασπολόγος
9 λιβελογράφος
permalink
diffamatore (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android