ItalianoGreco


dirètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈrɛtta]

(treno) το εξπρές

dirètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diˈrɛtta]

ευθύς (-εία, -ύ), άμεσος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


discorso [αρσ.] diretto = ο ευθύς λόγος || treno [αρσ.] diretto = το απευθείας τρένο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---