ItalianoGreco


dirupaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dirupaˈmento]

1 κρήμνισμα
2 γκρέμισμα
3 κατακρήμνιση
4 κρημνισμός
5 κατάπτωση
6 κατάρρευση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---