ItalianoGreco


dirùpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈrupo]

1 απόκρημνος βράχος
2 κατσάβραχο
3 γκρεμός
4 τόπος γεμάτους βράχους και γκρεμούς
5 άβυσσος
6 κρημνός
7 βάραθρο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---