dirùpo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [diˈrupo]
1 απόκρημνος βράχος
2 κατσάβραχο
3 γκρεμός
4 τόπος γεμάτους βράχους και γκρεμούς
5 άβυσσος
6 κρημνός
7 βάραθρο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [diˈrupo]
1 απόκρημνος βράχος
2 κατσάβραχο
3 γκρεμός
4 τόπος γεμάτους βράχους και γκρεμούς
5 άβυσσος
6 κρημνός
7 βάραθρο
permalink
dirupo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android