ItalianoGreco


discordàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [diskorˈdare]

1 προκαλώ δυσαρμονία
2 κάνω τσιριχτό ήχο
3 αμφισβητώ έντονα
4 διχογνωμονώ
5 είμαι κακόφωνος
6 συγκρούομαι
7 διαφωνώ
8 διχογνωμώ
9 διαφέρω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---