disfaciménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [disfaʧiˈmento]
1 αλλοίωση
2 καταστροφή
3 σύντριψη
4 μαρασμός
5 κατάπτωση
6 συντριβή
7 αποσύνθεση
8 διάλυση
9 φθορά
10 ρημαδιό
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [disfaʧiˈmento]
1 αλλοίωση
2 καταστροφή
3 σύντριψη
4 μαρασμός
5 κατάπτωση
6 συντριβή
7 αποσύνθεση
8 διάλυση
9 φθορά
10 ρημαδιό
permalink
disfacimento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android