ItalianoGreco


disfaciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disfaʧiˈmento]

1 αλλοίωση
2 καταστροφή
3 σύντριψη
4 μαρασμός
5 κατάπτωση
6 συντριβή
7 αποσύνθεση
8 διάλυση
9 φθορά
10 ρημαδιό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---