ItalianoGreco


disgiungiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dizʤunʤiˈmento]

1 χωρισμός
2 αποσύνδεση
3 αποκοπή
4 αποσύνθεση
5 διαχωρισμός
6 αποχωρισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---