ItalianoGreco


disgraziàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dizgratˈtsjato]

1 κακομοίρης
2 ταλαίπωρος
3 δύσμοιρος
4 αξιοθρήνητος
5 φουκαράς

disgraziàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizgratˈtsjato]

δυστυχής (-ής, -ές), κακομοίρης (-ης, -ές), άτυχος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---