disgraziàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [dizgratˈtsjato]
1 κακομοίρης
2 ταλαίπωρος
3 δύσμοιρος
4 αξιοθρήνητος
5 φουκαράς
disgraziàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [dizgratˈtsjato]
δυστυχής (-ής, -ές), κακομοίρης (-ης, -ές), άτυχος (-η, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [dizgratˈtsjato]
1 κακομοίρης
2 ταλαίπωρος
3 δύσμοιρος
4 αξιοθρήνητος
5 φουκαράς
disgraziàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [dizgratˈtsjato]
δυστυχής (-ής, -ές), κακομοίρης (-ης, -ές), άτυχος (-η, -ο)
permalink
disgraziato (ουσ αρσ )
disgraziato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android