ItalianoGreco


disprègio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈprɛʤo]

1 καταφρόνια
2 καταφρόνηση
3 ταπείνωση
4 προσβλητική αδιαφορία
5 εξευτελισμός
6 περιφρόνηση
7 εκπεσμός
8 υποτίμηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---