dìsputa
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈdisputa]
1 καβγάς
2 φιλονικία
3 σύγκρουση
4 διαφωνία
5 αντιλογία
6 διαξιφισμός
7 διχόνοια
8 αντιμαχία
9 αμάχη
10 διαμάχη
11 αντέγκληση
12 προστριβή
13 διένεξη
14 διαπληκτισμός
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈdisputa]
1 καβγάς
2 φιλονικία
3 σύγκρουση
4 διαφωνία
5 αντιλογία
6 διαξιφισμός
7 διχόνοια
8 αντιμαχία
9 αμάχη
10 διαμάχη
11 αντέγκληση
12 προστριβή
13 διένεξη
14 διαπληκτισμός
permalink
disputa (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android