dissipàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [dissiˈpato]
1 λάγνος
2 πόρνος
3 ηδονοθήρας
4 μουρντάρης
5 βιτσιόζος
6 κυνηγός των ηδονών
dissipàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [dissiˈpato]
1 ακόλαστος
2 ασύδοτος
3 άσωτος
4 ασελγής
5 έκφυλος
6 έκλυτος
7 ελευθέριος
8 αχαλίνωτος
9 έκδοτος
10 παραλυμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [dissiˈpato]
1 λάγνος
2 πόρνος
3 ηδονοθήρας
4 μουρντάρης
5 βιτσιόζος
6 κυνηγός των ηδονών
dissipàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [dissiˈpato]
1 ακόλαστος
2 ασύδοτος
3 άσωτος
4 ασελγής
5 έκφυλος
6 έκλυτος
7 ελευθέριος
8 αχαλίνωτος
9 έκδοτος
10 παραλυμένος
permalink
dissipato (ουσ αρσ )
dissipato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android