dissipatézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [dissipaˈtettsa]
1 απώλεια (ηλεκτρισμός)
2 χαράμισμα
3 διασπάθιση
4 διανέμισμα
5 ασωτία
6 εξάντληση
7 κατασπατάληση
8 σκόρπισμα
9 κατασώτευση
10 παραλυσία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [dissipaˈtettsa]
1 απώλεια (ηλεκτρισμός)
2 χαράμισμα
3 διασπάθιση
4 διανέμισμα
5 ασωτία
6 εξάντληση
7 κατασπατάληση
8 σκόρπισμα
9 κατασώτευση
10 παραλυσία
permalink
dissipatezza (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android