ItalianoGreco


dissipatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dissipaˈtettsa]

1 απώλεια (ηλεκτρισμός)
2 χαράμισμα
3 διασπάθιση
4 διανέμισμα
5 ασωτία
6 εξάντληση
7 κατασπατάληση
8 σκόρπισμα
9 κατασώτευση
10 παραλυσία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---