distintìvo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [distinˈtivo]
το παράσημο, το διακριτικό
distintìvo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [distinˈtivo]
1 χαρακτηριστικός
2 διακριτικός
3 ξεχωριστός
4 ασπίδα
5 σήμα
6 έμβλημα
7 διεισδυτικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [distinˈtivo]
το παράσημο, το διακριτικό
distintìvo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [distinˈtivo]
1 χαρακτηριστικός
2 διακριτικός
3 ξεχωριστός
4 ασπίδα
5 σήμα
6 έμβλημα
7 διεισδυτικός
permalink
distintivo (ουσ αρσ )
distintivo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android