ItalianoGreco


disturbatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disturbaˈtore]

1 αγκιτάτορας
2 θορυβοποιός
3 φασαρίας
4 διεγέρτης
5 ταραχοποιός
6 διασαλευτής
7 ταραξίας

disturbatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [disturbaˈtore]

ενοχλητικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---