ItalianoGreco


divampàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [divamˈpare]

1 διαδίδομαι αστραπιαία
2 ξεσπώ με φλόγες ξαφνικά
3 είμαι ολόλαμπρος
4 αναφλέγομαι
5 απλώνομαι σαν ασυγκράτητη πυρκαγιά
6 φλέγομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z