ItalianoGreco


dovìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [doˈvitsja]

1 δαψίλεια
2 αφειδία
3 αφθονία
4 πλούτος
5 υπερεπάρκεια
6 πληθώρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z