ItalianoGreco


dovizióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dovitˈtsjoso], [dovitˈtsjozo]

1 περίσσιος
2 πλουσιοπάροχος
3 άπλετος
4 άφθονος
5 μπόλικος
6 πλούσιος
7 αθρόος
8 υπεραρκετός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z