ItalianoGreco


drìtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdritto]

1 έξυπνος απατεώνας
2 κομπιναδόρος

drìtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdritto]

όρθιος (-α, -ο), ίσιος (-α, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---