ItalianoGreco


durézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [duˈrettsa]

1 σκληρότητα
2 αντοχή
3 σκληράδα
4 ανθεκτικότητα
5 βάσταγμα
6 ισχυρογνωμοσύνη
7 αντοχή
8 τραχύτητα
9 επιμονή
10 ξεροκεφαλιά
11 στερεότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---