ItalianoGreco


duróne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [duˈrone]

1 επιδερμίδα με κάλους ή ρόζους
2 σκληρό δέρμα
3 σκληρότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---