ItalianoGreco


èbbro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛbbro]

1 παράφορος
2 ευρισκόμενος σε έκσταση από χαρά
3 μεθυσμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---