ItalianoGreco


èbete  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛbete]

1 βαρεμένος
2 κρετίνος
3 χάβαρο
4 βλακώδης
5 καθυστερημένος
6 βλάκας
7 ηλίθιος
8 ανόητος
9 χοντρόμυαλος
10 ευήθης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---