ItalianoGreco


elaboràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [elaboˈrato]

1 ανακοίνωση επιστημονική
2 δημοσίευση επιστημονική

elaboràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [elaboˈrato]

1 λεπτομερής
2 επεξεργασμένος με ακρίβεια
3 κατεργασμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---