ItalianoGreco


elaborazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [elaboratˈtsjone]

1 εκτέλεση
2 εκπόνηση
3 δούλεμα
4 καταρτισμός
5 επεξεργασία
6 κατεργασία


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


elaborazione [θηλ.] dati = η επεξεργασία δεδομένων



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---