ItalianoGreco


emendaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [emendaˈmento]

1 τροπολογία
2 διόρθωση
3 διασκευή
4 τροποποίηση
5 βελτίωση
6 διασκευή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---