ItalianoGreco


emendàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [emenˈdare]

1 τροποποιώ
2 διορθώνω
3 βελτιώνω

emendarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [emenˈdarsi]

1 αλλάζω σελίδα στη ζωή μου
2 διορθώνομαι
3 βελτιώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---