ItalianoGreco


erbàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [erˈbadʤo]

1 σαλατικά
2 λαχανικά
3 κηπευτικά
4 λαχανοκηπευτικά
5 ζαρζαβατικά
6 χορταρικά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---