ItalianoGreco


esageràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezaʤeˈrato]

κάποιος που υπερβάλλει

esageràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezaʤeˈrato]

1 υπερβολικός
2 μεγιστοποιημένος
3 εξογκωμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---