ItalianoGreco


esagitàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezaʤiˈtato]

1 αγχωμένος άνθρωπος
2 ταραγμένος άνθρωπος

esagitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezaʤiˈtato]

1 ανήσυχος
2 ενοχλημένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---