ItalianoGreco


esaltàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezalˈtato]

1 φανατικός
2 θερμοκέφαλος

esaltàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezalˈtato]

1 διεγερμένος
2 συνεπαρμένος
3 εξημμένος
4 μαγεμένος
5 καταγοητευμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---