ItalianoGreco


esaurìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ezawˈrito]

εξαντλημένος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


è esaurito (un prodotto) = τελείωσε || tutto esaurito = (locale pubblico) όλα γεμάτα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---