ItalianoGreco


esautorazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ezawtoratˈtsjone]

1 στέρηση αξιώματος
2 στέρηση εξουσίας ή αξιώματος
3 υποβάθμιση
4 στέρηση βαθμού
5 καθαίρεση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---