esclùso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [esˈkluzo]
1 περιθωροποιημένος άνθρωπος
2 απόβλητος της κοινωνίας
3 άνθρωπος που έχει εξαιρεθεί ή αποκλειστεί στο περιθώριο
esclùso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [esˈkluzo]
αποκλεισμένος (-η, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [esˈkluzo]
1 περιθωροποιημένος άνθρωπος
2 απόβλητος της κοινωνίας
3 άνθρωπος που έχει εξαιρεθεί ή αποκλειστεί στο περιθώριο
esclùso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [esˈkluzo]
αποκλεισμένος (-η, -ο)
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
bevande [θηλ. πλυθ.] escluse = χωρίς πότα
escluso (ουσ αρσ )
escluso (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android