ItalianoGreco


escogitatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [eskoʤitaˈtore]

1 χαλκευτής
2 δολοπλόκος
3 μηχανορράφος
4 δημιουργός
5 επινοητής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---