espansióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [espanˈsjone]
1 ανάπτυξη
2 έκχυση
3 επέκταση
4 εξάπλωση
5 διόγκωση
6 διάχυση
7 διαστολή
8 κλιμάκωση
9 εκτόνωση
10 διάδοση
11 διεύρυνση
12 επεκτατικότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [espanˈsjone]
1 ανάπτυξη
2 έκχυση
3 επέκταση
4 εξάπλωση
5 διόγκωση
6 διάχυση
7 διαστολή
8 κλιμάκωση
9 εκτόνωση
10 διάδοση
11 διεύρυνση
12 επεκτατικότητα
permalink
espansione (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android