ItalianoGreco


estetìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esteˈtizmo]

1 αισθητικισμός
2 ευαισθησία στο καλό και το ωραίο
3 τεχνική καλλιέργεια της καλαισθησίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---