ItalianoGreco


faccendière  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fatʧenˈdjɛre]

1 πολυπράγμων
2 ανακατεψιάρης
3 ανακατωσούρας
4 ανακατωσούρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---