ItalianoGreco


fagiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [faˈʤɔlo]

το φασόλι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


zuppa [θηλ.] di fagioli = η φασολάδα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---