fallìto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [falˈlito]
1 αυτός που πτώχευσε
2 αναξιόχρεος
3 αδέκαρος
4 μπατίρης
5 μουφλούζης
6 μπαταξής
fallìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [falˈlito]
1 μπατιρημένος
2 φαλιρημένος
3 αποτυχημένος
4 πτωχευμένος
5 χρεοκοπημένος
6 αφερέγγυος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [falˈlito]
1 αυτός που πτώχευσε
2 αναξιόχρεος
3 αδέκαρος
4 μπατίρης
5 μουφλούζης
6 μπαταξής
fallìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [falˈlito]
1 μπατιρημένος
2 φαλιρημένος
3 αποτυχημένος
4 πτωχευμένος
5 χρεοκοπημένος
6 αφερέγγυος
permalink
fallito (ουσ αρσ )
fallito (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android