ItalianoGreco


fallóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [falˈloso], [falˈlozo]

1 ελαττωματικός
2 μειονεκτικός
3 ακατέργαστος
4 ατελής
5 που έχει υποπέσει σε φάουλ
6 ελλιπής
7 κακοφτιαγμένος
8 πλημμελής
9 άξεστος
10 λαθεμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---