fallóso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [falˈloso], [falˈlozo]
1 ελαττωματικός
2 μειονεκτικός
3 ακατέργαστος
4 ατελής
5 που έχει υποπέσει σε φάουλ
6 ελλιπής
7 κακοφτιαγμένος
8 πλημμελής
9 άξεστος
10 λαθεμένος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [falˈloso], [falˈlozo]
1 ελαττωματικός
2 μειονεκτικός
3 ακατέργαστος
4 ατελής
5 που έχει υποπέσει σε φάουλ
6 ελλιπής
7 κακοφτιαγμένος
8 πλημμελής
9 άξεστος
10 λαθεμένος
permalink
falloso (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android