ItalianoGreco


fantòccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fanˈtɔtʧo]

1 κούκλα γεμισμένη με ύφασμα
2 ανδρείκελο
3 υποχείριο
4 κούκλα
5 μαριονέτα
6 νευρόσπαστο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---