ItalianoGreco


farabùtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [faraˈbutto]

1 μασκαράς
2 πλάνος
3 μπαγάσας
4 αχρείος
5 απατεώνας
6 αλιτήριος
7 κατεργάρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---