ItalianoGreco


fastìgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fasˈtiʤo]

1 απόγειο
2 ακμή (νόσου ή πυρετού)
3 περίοδος έντονης έντασης
4 κορυφή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---