fasùllo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [faˈzullo], [faˈsullo]
1 χαλκευμένος
2 καλπουζάνικος
3 προσποιητός
4 νοθευμένος
5 κίβδηλος
6 ψεύτικος
7 αγιοβασιλιάτικος
8 κάλπικος
9 νόθος
10 πλαστός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [faˈzullo], [faˈsullo]
1 χαλκευμένος
2 καλπουζάνικος
3 προσποιητός
4 νοθευμένος
5 κίβδηλος
6 ψεύτικος
7 αγιοβασιλιάτικος
8 κάλπικος
9 νόθος
10 πλαστός
permalink
fasullo (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android