ItalianoGreco


feciàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [feˈʧale]

αναφερόμενος σε ιερέα-διπλωμάτη της αρχαίας Ρώμης (χρησιμοποίησε καλύτερα το feziale)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---