ItalianoGreco


fèria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɛrja]

1 καθημερινή
2 όλες οι ημέρες της εβδομάδας εκτός Κυριακής και αργιών Σαββάτου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---