ItalianoGreco


feriàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [feˈrjale]

εργάσιμος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


giorno [αρσ.] feriale = η εργάσιμη ημέρα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---