ItalianoGreco


fervoróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fervoˈroso], [fervoˈroso]

1 παθιασμένος
2 διάπυρος
3 πυρός
4 σφοδρός
5 πυρώδης
6 διαπρύσιος
7 διακαής
8 ένθερμος
9 θερμός
10 καυτός
11 φλογερός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---