ItalianoGreco


feudatàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fewdaˈtarjo]

1 δουλοπάροικος
2 φεουδάρχης

feudatàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fewdaˈtarjo]

1 τιμαριωτικός
2 φεουδαρχικός
3 φεουδαλικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---