fiaccàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [fjakˈkare]
1 καταστέλλω
2 καταπιέζω
3 αποκαρδιώνω
4 απογοητεύω
5 ταπεινώνω
6 ρίχνω το ηθικό
7 σπάζω
8 καταλύω
9 κουράζω με πλήξη ή ανία
10 εξαντλώ
11 κουράζω
12 αδυνατίζω
13 εξασθενίζω
14 φθείρω
15 καταπονώ
fiaccarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [fjakˈkarsi]
σπάζω
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [fjakˈkare]
1 καταστέλλω
2 καταπιέζω
3 αποκαρδιώνω
4 απογοητεύω
5 ταπεινώνω
6 ρίχνω το ηθικό
7 σπάζω
8 καταλύω
9 κουράζω με πλήξη ή ανία
10 εξαντλώ
11 κουράζω
12 αδυνατίζω
13 εξασθενίζω
14 φθείρω
15 καταπονώ
fiaccarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [fjakˈkarsi]
σπάζω
permalink
fiaccare (ρ. μτβ.)
fiaccarsi (ρ.μ. (αντων.))

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android